επίσαξις

επίσαξις
(-εως) η седлание

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "επίσαξις" в других словарях:

  • ἐπίσαξις — heaping on fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπίσαξιν — ἐπίσαξις heaping on fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επίσαξη — η (Α ἐπίσαξις) [επισάττω] νεοελλ. η τοποθέτηση σάγματος (σαμαριού) πάνω σε υποζύγιο, το σαμάρωμα αρχ. 1. επισώρευση 2. γέμισμα, παραγέμισμα …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»